- ἐφορατικός
- ἐφορ-ᾱτικός, ή, όν,A fit for overlooking,
ἔργων X.Oec.12.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργων X.Oec.12.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφορατικός — ἐφορατικός, ή, όν (Α) [εφορώ] επιτήδειος στο να επιτηρεί, να επιβλέπει … Dictionary of Greek
ἐφορατικόν — ἐφορᾱτικόν , ἐφορατικός fit for overlooking masc acc sg ἐφορᾱτικόν , ἐφορατικός fit for overlooking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορατική — ἐφορᾱτική , ἐφορατικός fit for overlooking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)